Πριν από λίγες εβδομάδες, συμπληρώθηκαν αισίως 30 (!) χρόνια από την πρεμιέρα του «Dead Man» («Ο Νεκρός»), της εμβληματικής ταινίας που βρέθηκε στην Κρουαζέτ στις 26 Μαΐου του 1995, για να ντεμπουτάρει στο 48ο Φεστιβάλ των Καννών. Μιας ταινίας ασπρόμαυρης… από επιλογή, η οποία, ωστόσο, κάθε άλλο παρά αντιπροσωπεύει το «παλιακό» στις συνειδήσεις μας. Μέσω αυτής της δουλειάς, ο πολυβραβευμένος Αμερικανός σκηνοθέτης Τζιμ Τζάρμους υπέγραψε μία από τις σημαντικότερες σελίδες στο κεφάλαιο «ανεξάρτητο σινεμά», το οποίο με τόση συνέπεια έχει υπηρετήσει με το έργο του ανά τις δεκαετίες. Γιατί, όμως, θεωρείται τόσο ξεχωριστό στις μέρες μας αυτό το ποιητικά αντισυμβατικό γουέστερν υβρίδιο, με πρωταγωνιστή –στα ντουζένια του– τον φωτογενή Τζόνι Ντεπ; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στο ξεκίνημα της ταινίας, συναντάμε τον Γουίλιαμ Μπλέικ (Τζόνι Ντεπ), έναν λογιστή από το Κλίβελαντ, κατά τη διάρκεια ενός σιδηροδρομικού ταξιδιού. Ο ίδιος έχει αποφασίσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του, αποδεχόμενος μια επαγγελματική πρόταση από τη μακρινή πόλη της Μηχανής.
Ο προορισμός του βρίσκεται στον τερματικό σταθμό της γραμμής του τρένου που διασχίζει την Άγρια Δύση, στο όριο που τελειώνει ο «πολιτισμός». Φθάνοντας εκεί, βρίσκει θαμμένη στη λάσπη μια μικρή, αποκομμένη πόλη, που απλώνεται με απειλητικό τρόπο μπροστά του. Το εντυπωσιακό γενικό πλάνο της άφιξης και οι περιεργαστικές πρώτες ματιές σκιαγραφούν ένα αφιλόξενο σκηνικό και προαναγγέλλουν έναν ακαθόριστο –προς το παρόν– κίνδυνο.
Προς δυσάρεστη έκπληξη του Γουίλιαμ, η θέση εργασίας στο μεταλλουργείο δεν είναι πια διαθέσιμη και ο ίδιος βρίσκεται μετέωρος στην… άκρη του «πουθενά». Ακόμα χειρότερα, ο συνεσταλμένος νεαρός δεν θα αργήσει να βιώσει κατ’ επανάληψη τον εκφοβισμό, τον χλευασμό και την απειλή για τη ζωή του.
Με ρεβιζιονιστική διάθεση
Μαζί με έργα όπως «Η Έντιμος Κυρία και ο Χαρτοπαίκτης» («McCabe & Mrs. Miller», 1971) του Ρόμπερτ Όλτμαν, «Ο Νεκρός» αντιπροσωπεύει έναν κινηματογράφο ο οποίος αμφισβητεί ανελέητα και αποδομεί δημιουργικά τους συμβατικούς «μάτσο» όρους του παραδοσιακού γουέστερν.
Ο ίδιος ο Τζάρμους είχε χαρακτηρίσει την εν λόγω δουλειά ως «ψυχεδελικό γουέστερν», μια πολύ εύστοχη «ταμπέλα» εάν επιθυμούμε να περιγράψουμε το μπολιασμένο με σουρεαλιστικά στοιχεία κινηματογραφικό ταξίδι του ονειροπόλου, άβγαλτου πρωταγωνιστή σε έναν εχθρικό κόσμο· μια αρχικά ανυποψίαστη περιπλάνηση σε άγνωστα νερά, στο κυνήγι ενός προσγειωμένου ονείρου, που γρήγορα ολισθαίνει προς τον εφιάλτη.
Η ταινία απογυμνώνει τον μύθο της Άγριας Δύσης από τον ηρωισμό, το ελεύθερο, ρομαντικό πνεύμα και τα όποια άλλα υψηλά ιδανικά, για να τον «προσγειώσει» στην πραγματική του διάσταση. Κάνει κοντινό πλάνο στον τυχοδιωκτισμό, την ωμότητα, την τοξική εγωιστική κτητικότητα, τον μισογυνισμό και τα πρωτόγονα ένστικτα· με λίγα λόγια, εστιάζει στα αμοραλιστικά, ιδιοτελή κίνητρα και τις αντίστοιχες συμπεριφορές που συνθέτουν το πορτρέτο του «λευκού κατακτητή».
Αναδεικνύει, δηλαδή, τα σάπια θεμέλια των τότε κοινωνιών, που ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε παλαιότερα την τάση να εξωραΐζει ή να συγκαλύπτει, προκειμένου να προωθήσει ένα εξευγενισμένο και ηθικά κατοχυρωμένο πρότυπο – πάντοτε στον βωμό του σχεδίου οικοδόμησης της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας. Ανάμεσα στις δυσάρεστες πρώτες εμπειρίες του πρωταγωνιστή παρεμβάλλεται η παρένθεση μερικών τρυφερών στιγμών, που τελικά αποδεικνύονται αφορμή για χειρότερα μπλεξίματα. Ο Μπλέικ καταλήγει φυγάς και επικηρυγμένος, όταν ξαφνικά το μονοπάτι του σμίγει με ενός άλλου «απόβλητου» μέλους του κοινωνικού συνόλου.
Ο λόγος για τον «Κανένα» (Γκάρι Φάρμερ), έναν Ινδιάνο, ο οποίος σε νεαρή ηλικία είχε απαχθεί από λευκούς, ανατραφεί μακριά από την πατρογονική του εστία και, έκτοτε, μισηθεί από τους ομοαίματούς του. Βίαια αποκομμένος από τις ρίζες του, ο Κανένας αναζητά τη χαμένη του ταυτότητα και τη θέση του στον κόσμο. Οι δύο απόκληροι νέοι συμπορεύονται, με τον Ινδιάνο, άπατρι ποιητή-φιλόσοφο, να γίνεται μέντορας του αγνού Μπλέικ, βοηθώντας τον να σταθεί στα πόδια του και να αποκτήσει πυγμή.
Στα σταυροδρόμια της περιπλάνησης του διδύμου, οποιοδήποτε συναίσθημα κυριεύει τον πρωταγωνιστή εισπράττεται ατόφιο μέσα από τα κοντινά του Τζάρμους και τις υποβλητικές συνθέσεις του Νιλ Γιανγκ, αυτού του ζωντανού θρύλου της φολκ-ροκ σκηνής, που εδώ πραγματικά «κεντάει» με την ηλεκτρική του κιθάρα (συγκλονιστικές οι «ακάθαρτες» μελωδίες με τις οποίες «ντύνει» κάθε πλάνο).
Παράλληλα, ο Αμερικανός σκηνοθέτης μάς ξεναγεί με όχημα το ειρωνικό του χιούμορ στα ζωώδη ένστικτα και τον ηθικό «βούρκο» των λευκών (τυχο)διωκτών. Εάν, λοιπόν, στην πόλη της Μηχανής είχαμε πάρει μια πρώτη γεύση, το οδοιπορικό στα υπαίθρια μονοπάτια του Φαρ Ουέστ –το δίχως άλλο– καταρρίπτει κάθε επίφαση πολιτισμού.
Τελικά, ο ήρωάς μας φτάνει στον πραγματικό προορισμό του: Το μέρος που θα προετοιμάσει την «αναχώρησή» του. Ημιθανής, συλλέγει ξανά εικόνες, αυτήν τη φορά από ένα ινδιάνικο χωριό. Η τεχνοτροπία της κινηματογράφησης παραπέμπει στην πρότερη περιήγησή του στην πόλη της Μηχανής. Δύο ίδιες, μα τόσο διαφορετικές μακρόστενες λωρίδες γης. Την πρώτη τη διάβηκε σαν ανεπιθύμητος ξένος. Τη δεύτερη, σαν μύθος.
Όχι απλά ένα «αριστούργημα»
«Ο Νεκρός» είναι μια ταινία ασπρόμαυρη, σαν τους συννεφιασμένους και δυσοίωνους στοχασμούς της. Μια ελεγειακή περιφορά σε ποιητικές εικόνες άγριας ομορφιάς, ντυμένες υπό τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας του Νιλ Γιανγκ, που αυτοσχεδιάζει πιο εμπνευσμένα από ποτέ. Πιστέψτε μας, δεν χρειάζεστε κάτι άλλο. «Ο Νεκρός» δεν είναι απλά το αριστούργημα του Τζάρμους. Είναι η ταινία που θα σας καθηλώσει στην οπτικοακουστική ομορφιά της, θα σας απορροφήσει στους ρυθμούς της, θα σας δώσει τροφή να αμφισβητήσετε κι εσείς το είδος που η ίδια κατάφερε να αναζωογονήσει με τη μεταμοντέρνα προσέγγισή της. Με μια φράση: Θα σας ταξιδέψει πολύ παραπέρα από τα όρια των οριζόντων σας. Υπάρχει ιδανικότερη διαφυγή;
Η ταινία είναι διαθέσιμη στην ελληνική streaming πλατφόρμα Cinobo.
Πηγή: ypaithros.gr | Συντάκτης: Γαργαλάκος Νίκος