Σ’ ένα από τα πρόσφατα νομοσχέδια που συζητήθηκαν στη Βουλή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη κατέθεσε τροπολογία, ώστε μετά την πρώτη εφαρμογή της διαδικασίας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού βάσει του άρθρου 103 του ν. 4172/12, να επανέλθει η αρμοδιότητα στους κοινωνικούς εταίρους που μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις υπογράφουν Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, όπως καθορίζεται από το άρθρο 8 του ν. 1876/90.
Ασυνεπής με τη θέση που είχε ως αντιπολίτευση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προτίμησε να μην κάνει αποδεκτή την τροπολογία, συνεχίζοντας ουσιαστικά μια μνημονιακή πολιτική που είχε καταλύσει τη συλλογική αυτονομία των κοινωνικών εταίρων, το δικαίωμα, δηλαδή, των εργαζομένων και των εργοδοτών να διαπραγματεύονται ελεύθερα και συλλογικά για τη διαμόρφωση του βασικού μισθού. Ας ανατρέξουμε όμως στο πρόσφατο παρελθόν, για όσους δεν θυμούνται πως φτάσαμε στο σημείο να καθορίζεται ο μισθός από την κυβέρνηση, ύστερα από μια τυπική διαβούλευση με τους κοινωνικού εταίρους.
Μετά την επιβολή των μνημονίων, βασικό μέτρο λιτότητας αποδείχθηκε η μείωση του επιπέδου του κατώτατου μισθού από 751 σε 586 ευρώ (ν. 4093/2012), μείωση της τάξης του 22%. Στο πλαίσιο του νόμου 4172/2013 ορίστηκε το νέο σύστημα διαμόρφωσης του ελάχιστου νόμιμου κατώτατου μισθού, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται η διεξαγωγή κοινωνικής διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, των ερευνητικών τους ινστιτούτων και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για τη σύνταξη σχεδίου πορίσματος διαβούλευσης, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη για την έκδοση της σχετικής ετήσιας υπουργικής απόφασης, έπειτα από σύμφωνη γνώμη του υπουργικού συμβουλίου. Μια θεμελιώδης αλλαγή στο συλλογικό εργατικό δίκαιο που για εκείνη την περίοδο ήταν ένα αναγκαίο κακό το οποίο μας οδήγησε στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Η τότε αξιωματική αντιπολίτευση κατακεραύνωνε αυτές τις επιλογές που εντάσσονταν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής επιτήρησης της χώρας. Σήμερα, επιλέγει να ακολουθήσει μια πολιτική «άλλης περιόδου», χωρίς να θέλει να δεσμευτεί ότι αυτή θα εφαρμοστεί άπαξ έχοντας συγκεκριμένη χρονική προθεσμία, δεδομένου μάλιστα ότι η χώρα έχει βγει από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής. Δημόσια διατείνονται ότι προσανατολίζονται στην εφαρμογή του πορτογαλικού μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο ο καθορισμός του κατώτατου μισθού βρίσκεται σε διαδικασία αναπροσαρμογής μέσα από τέσσερις αυξήσεις, μία το 2014, μία το 2016, μία το 2018 και μία το 2019 με στόχο να αγγίξει τα 700 ευρώ, ώστε να μην έχει αρνητική επίπτωση στα επίπεδα της απασχόλησης.
Εδώ λοιπόν τίθενται δυο ζητήματα. Πρώτον, η κυβέρνηση δεν προκρίνει την ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση εργαζομένων-εργοδοτών για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Δεύτερον, επιλέγει τη σταδιακή έναντι μιας γενναίας αύξησης. Πρόσχημα των επιλογών αυτών να μην διαταραχθεί ξανά βίαια η αγορά εργασίας.
Οι ισχυρισμοί αυτοί, αρχικά, φαίνεται ότι έχουν μια δόση λογικής. Ωστόσο, μέσα από μια πιο προσεκτική ανάγνωση της σημερινής κατάστασης της οικονομίας, της αγοράς εργασίας, του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας και των ανισοτήτων που υπάρχουν, μπορεί εύκολα κάποιος να συνειδητοποιήσει ότι ένας κατώτατος μισθός που πρώτον, είναι προϊόν κοινωνικής συναίνεσης, θα προέρχεται δηλαδή από την ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση των κοινωνικών εταίρων και δεύτερον, θα συμπεριλαμβάνει μια γενναία αύξηση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, έστω και συμβολικά θα στείλει το μήνυμα ότι η χώρα επανέρχεται στην κανονικότητα. Άλλωστε, υπάρχει μια σειρά από εξειδικευμένες μελέτες που βασίζονται σε έρευνες που διενεργήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε χώρες της ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική αρνητική επίπτωση του κατώτατου μισθού στην απασχόληση». Πόσο μάλιστα, όταν ξεκινάμε όλοι από τη θέση ότι ο κατώτατος μισθός, ιδιαίτερα σε μια χώρα που μόλις έχει βγει τυπικά από τα μνημόνια βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο των ασθενέστερων, ενισχύει την ενεργό ζήτηση, ενθαρρύνει την ενεργοποίηση του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εμποδίζει τις μισθολογικές διακρίσεις σε βάρος των ευπαθών ομάδων και ενισχύει την αποτελεσματικότητα και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Τέλος, θα μπορούσε να προτάξει τη μείωση των εργοδοτικών και ασφαλιστικών εισφορών ως βασικό κίνητρο προσλήψεων για τις επιχειρήσεις, αντισταθμίζοντας όποια συνέπεια θα έφερνε, όπως θεωρεί, μια γενναία αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Συμπερασματικά, αν τελικά η κυβέρνηση έκανε αποδεκτή την τροπολογία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, θα μπορούσε να στείλει ένα μήνυμα με διπλή ανάγνωση, ότι η χώρα επανέρχεται σε μια νέα κανονικότητα, που υπαγορεύει την ώριμη πολιτική συναίνεση αντί της μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Άλλωστε, έφτασε η ώρα για συγκλίσεις. Οι πολιτικοί λεονταρισμοί και οι στρεβλώσεις δεν οδηγούν τη χώρα στην ομαλότητα. Προτάσεις και συνέργειες που στοχεύουν στην κανονικότητα, προκρίνονται και αποφασίζονται ομόφωνα. Αυτό επιβάλλεται για την αξιοπρέπεια των πολιτών και τη διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έτσι μπορούν να αλλάξουν τα σημερινά δυσχερή δεδομένα.