Κατά 2.563 υπερτερούσαν οι θάνατοι έναντι των γεννήσεων το 2018 στη Δυτική Ελλάδα, γεγονός που κάνει τους ειδικούς να ανησυχούν καθώς περίπου οι ίδιοι ρυθμοί παρατηρούνται στο σύνολο της χώρας.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει μέσω του thebest.gr ο Ειδικός Ιατρός Εργασίας, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Γιώργος Ραχιώτης, οι γεννήσεις και οι θάνατοι στους τρεις Νομούς της Δυτικής Ελλάδας το 2018 είχαν ως εξής:
–Αχαΐα: Γεννήσεις: 2.533, Θάνατοι:3.257 (-724)
-Αιτωλοακαρνανία: Γεννήσεις:1.493, Θάνατοι: 2.456 (-963)
-Ηλεία: Γεννήσεις: 976, Θάνατοι: 1.852 (-876)
Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας που έκανε ο κ. Ραχιώτης και ο συνεργάτης τους Μαιυτήρας-Γυναικολόγος, Στέφανος Χανδακάς, το δυσοίωνο μήνυμα αυτής της πανελλαδικής τάσης είναι η βαθιά γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες, καθώς προβλέπεται ότι το 36% των κατοίκων της Ελλάδας το 2050 θα είναι άνω των 65 ετών.
Και τούτο καθώς η χώρα βρίσκεται από το 2011 σε έντονο καθοδικό ρυθμό μείωσης του πληθυσμού της, χρονιά κατά την οποία καταγράφηκε αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων για πρώτη φορά μετά την περίοδο της Κατοχής του 1944. Χαρακτηριστικό είναι ότι το έτος 2017 στην Ελλάδα είχαμε 88.553 γεννήσεις και 124.501 θανάτους. “Ο πληθυσμός στη χώρα μας αναμένεται να φτάσει τα 8 εκατ. το 2050, με βάση ένα συντηρητικό σενάριο” ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του ο Στέφανος Χανδακάς
Οι Ραχιώτης και Χανδακάς, προσέγγισαν το φλέγον δημογραφικό πρόβλημα, όπως καταγράφεται στην Ελλάδα και προσπάθησαν να αναδείξουν την ανάγκη εύρεσης μιας κεντρικής λύσης του προβλήματος που θα δώσει κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ώθηση στη χώρα μας.
Τόνισαν ότι η Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλά στην κατάταξη της Ευρώπης σχετικά με την υιοθέτηση πολιτικών στήριξης της μητρότητας, της οικογένειας και της γονιμότητας, υπογραμμίζοντας ότι κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος ενίσχυσης των ζευγαριών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία.
Ο κ. Χανδακάς, εστίασε κυρίως στη σημασία της υπογεννητικότητας και στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η κοινωνία να ξεπεράσει τα εμπόδια που διατηρούν χαμηλό ρυθμό γεννήσεων τα τελευταία χρόνια.
Όπως είπε, ο ολικός δείκτης αναπαραγωγής, ο οποίος υποδηλώνει τον αριθμό των παιδιών που αποκτάει κάθε γυναίκα στη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ηλικίας, μεταβλήθηκε από 1,31 που ήταν το 2004, σε 1,5 το 2008 και 2009, ενώ μειώθηκε ξανά σε 1,35 το 2017.
Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, η ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού από τις Ελληνίδες, η οποία από τα 28,8 έτη που ήταν το 2008, μετατέθηκε στα 30,3 έτη το 2016. Το πιο δυσοίωνο μήνυμα, όμως, συνοψίζεται στη βαθιά γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες, καθώς προβλέπεται ότι το 36% των κατοίκων της Ελλάδας το 2050 θα είναι άνω των 65 ετών.
Το ποσοστό αυτό αποτελεί ρεκόρ για τη χώρα μας, αν ληφθεί υπόψη ότι τη δεκαετία του ΄70 ήταν 6% και στις μέρες μας υπολογίζεται στο 18-20%.
Στις αιτίες του δημογραφικού προβλήματος οι δύο ομιλητές εστίασαν στην οικονομική κρίση, που πυροδότησε μια διαδικασία σημαντικής μείωσης του πληθυσμού της χώρας, την Μετανάστευση, που επιδεινώνει το πρόβλημα, αφαιρώντας σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας σε αναπαραγωγική ηλικία που υπολογίζεται περίπου σε 400.000 νέους από το 2011 και το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο, που δυσκολεύει την πρόσβαση στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κρυμμένα κόστη.
Οι συνέπειες που προκύπτουν από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της χώρας μας έχουν κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα: Γήρανση του πληθυσμού, μείωση εργατικού δυναμικού και επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος και κατάρρευση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
thebest.gr Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ