Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακάλυψε ότι ορισμένοι θεσμοί στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ των οποίων η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Morgan, το Πανεπιστήμιο Princeton και το Πανεπιστήμιο Duke, κατέχουν συνολικά οκτώ χειρόγραφα που εκλάπησαν μαζί με πολλά άλλα αντικείμενα από τη Μονή της Εικοσιφοίνισσας στη Βόρεια Ελλάδα στα τέλη Μαρτίου του 1917, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κλοπή διαπράχθηκε από βουλγαρικές δυνάμεις που κατέστρεψαν τη μονή και λεηλάτησαν τη βιβλιοθήκη της, η οποία αποτελείτο από μια πολύ αξιόλογη συλλογή 1.300 εκκλησιαστικών τόμων, συμπεριλαμβανομένων 430 πολύτιμων χειρογράφων. Ο αρχηγός αυτής της αντάρτικης δύναμης, Βλαδίμηρος Σις, μετέφερε τα χειρόγραφα στη Σόφια της Βουλγαρίας. Παρά τις προσπάθειες της Ελλάδας, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Νεϊγύ, να επιστρέψει η Βουλγαρία αυτά τα χειρόγραφα, πολλοί από τους τόμους δεν ανακτήθηκαν ποτέ και θεωρήθηκαν χαμένοι για πάντα.
Πρόσφατα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακάλυψε ότι ορισμένοι από τους τόμους βρίσκονταν σε συλλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων των τόμων στη Βιβλιοθήκη Morgan, στο Πανεπιστήμιο του Princeton και στο Πανεπιστήμιο Duke.
Ελπίζουμε ότι αυτά τα θεσμικά όργανα θα ακολουθήσουν τα βήματα άλλων θεσμών σε όλο τον κόσμο, που επιστρέφουν πρόθυμα κλεμμένα έργα τέχνης και αντικείμενα στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.
Πράγματι, η Λουθηρανική Σχολή Θεολογίας του Σικάγου επέστρεψε πρόσφατα ένα από τα χειρόγραφα της συλλογής της, επειδή ήταν μεταξύ εκείνων που εκλάπησαν από τη Μονή της Εικοσιφοίνισσας το 1917. Ο Τζέιμς Νίμαν, πρόεδρος της Λουθηρανικής Σχολής, δήλωσε ότι υπάρχει «ευρεία συμφωνία» πως το χειρόγραφο πρέπει να επιστραφεί και ότι ήταν το «σωστό και ηθικό πράγμα που έπρεπε να γίνει».
Το χρονικό της λεηλασίας
«Ήρθαν μόλις έπεσε το σκοτάδι. Τη νύχτα της Μεγάλης Δευτέρας, 27 Μαρτίου 1917, εξήντα ένοπλοι, κάποιοι με καλυμμένα πρόσωπα, εισέβαλαν στη Μονή Εικοσιφοινίσσης στη βόρεια πλευρά του όρους Παγγαίου. Κλείδωσαν τους μοναχούς, τους υπηρέτες και τους βοσκούς στους φούρνους της μονής. Ξεχώρισαν μόνο τους δύο γηραιότερους, τους χτύπησαν μέχρι να αποκαλύψουν πού φυλούσαν τα πολύτιμα κειμήλια και αποχώρησαν με λεία εκατοντάδες θρησκευτικά χειρόγραφα. Έναν αιώνα αργότερα, το ίδιο μοναστήρι στρέφεται δικαστικά κατά του Πανεπιστημίου Πρίνστον, υποστηρίζοντας ότι μέρος εκείνων των κλοπιμαίων βρίσκεται στις προθήκες της βιβλιοθήκης του αμερικανικού ιδρύματος.
Στις 13 Δεκεμβρίου 2018, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, η Μονή Εικοσιφοινίσσης και η Μητρόπολη Δράμας, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους Νέας Υόρκης Γιώργο Τσουγκαράκη και Έρικ Μπλούμενφελντ, κατέθεσαν αγωγή στις ΗΠΑ κατά του Πανεπιστημίου Πρίνστον διεκδικώντας τον επαναπατρισμό τεσσάρων θρησκευτικών χειρογράφων.
Η πρώτη επίσημη αναφορά
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Βούλγαροι εισβολείς υφάρπαξαν τα σπάνια αντικείμενα από το μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στο χωριό Κορμίτσα του Νομού Σερρών. Το Princeton αρνείται τις κατηγορίες.
«Έχω το καθήκον να σας ενημερώσω». Με αυτήν τη φράση ξεκινούσε στις 31 Μαρτίου 1917 την επιστολή του προς την ελληνική αντιπροσωπεία στη Σόφια ο νομάρχης Δράμας Νικόλαος Μπακόπουλος. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, Βούλγαροι κουκουλοφόροι είχαν λεηλατήσει τη Μονή Εικοσιφοινίσσης. Ο νομάρχης περιέγραφε λεπτομερώς τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς. Πέρα από τα θρησκευτικά κειμήλια, οι δράστες είχαν αφαιρέσει σκεύη και είχαν παραβιάσει το χρηματοκιβώτιο της μονής αρπάζοντας 3.000 δραχμές και χρυσά φλουριά. Αφού ολοκλήρωσαν το έργο τους, φόρτωσαν τα κλοπιμαία σε 24 μουλάρια και εξαφανίστηκαν.
«Ζητώ να προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προς τη βουλγαρική κυβέρνηση για την αναζήτηση και την επιστροφή των πολύτιμων αντικειμένων, γιατί πρόκειται για εθνικούς θησαυρούς που ακόμη και οι Τούρκοι εισβολείς είχαν σεβαστεί εδώ και αιώνες» έγραφε ο Μπακόπουλος.
Ο Γιώργος Παπάζογλου, καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, εξηγεί ότι βασικό ρόλο στην αρπαγή των χειρογράφων είχε ο Βλάντιμιρ Σις, Τσέχος στην καταγωγή, ο οποίος είχε εμφανιστεί στους μοναχούς της Εικοσιφοινίσσης τρεις μήνες πριν από την επιδρομή παριστάνοντας τον επιστήμονα και ζητώντας να δει τα σπάνια αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους.
Το 1919, ο Σις φέρεται να πουλάει μέρος των κλοπιμαίων στη Φρανκφούρτη, ενώ αντιστοίχως η γυναίκα του κάνει το ίδιο με άλλα αντικείμενα στην Πράγα. Τα χειρόγραφα καταλήγουν σε εμπόρους έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών στην Κεντρική Ευρώπη. Σύμφωνα με την αγωγή που κατατέθηκε πρόσφατα κατά του Πρίνστον, το αμερικανικό πανεπιστήμιο αγόρασε ένα από τα χειρόγραφα το 1921 (τέσσερα χρόνια μετά την επιδρομή στη μονή) από τον γερμανικό οίκο δημοπρασιών Joseph Baer & Co. Τρία χρόνια αργότερα, όπως αναφέρεται στην αγωγή, ο Ρόμπερτ Γκάρετ, απόφοιτος του Πρίνστον και συλλέκτης ελληνικών χειρογράφων, αγόρασε άλλα τρία από τα διεκδικούμενα αντικείμενα από τον ίδιο οίκο. Το 1942 τα δώρισε στο αμερικανικό πανεπιστήμιο.
Τα επίμαχα χειρόγραφα αναφέρονται στην καταγραφή του παλαιογράφου Αθανασίου Παπαδόπουλου – Κεραμέως, ο οποίος στον κατάλογο που δημοσίευσε το 1887 περιλαμβάνει δύο από τα επίμαχα χειρόγραφα ως μέρος της Μονής Εικοσιφοινίσσης. Ακόμη παραθέτουν αποσπάσματα του προλόγου στον σχετικό κατάλογο του Πρίνστον, όπου αναφέρεται ότι το 1917 βουλγαρικές δυνάμεις αφαίρεσαν χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη της μονής και τα μετέφεραν στη Σόφια.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2015, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος με επιστολή του προς το Πρίνστον ζήτησε τον επαναπατρισμό των τεσσάρων χειρογράφων. Στο γράμμα του ανέφερε ότι η Μονή Εικοσιφοινίσσης ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και μέχρι τον 18ο αιώνα κατείχε 430 πολύτιμα θρησκευτικά χειρόγραφα. Εξηγούσε ακόμη ότι, βάσει της Συνθήκης του Νεϊγύ, η Βουλγαρία όφειλε μεταξύ άλλων να παραδώσει όλους τους θησαυρούς που είχε υφαρπάξει από άλλα κράτη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Βουλγαρία παρέδωσε 259 χειρόγραφα στην Ελλάδα – αριθμός πολύ μικρός σε σχέση με το συνολικό νούμερο των κλοπιμαίων.
Στο γράμμα του προς το αμερικανικό πανεπιστήμιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφερόταν και στις διαχρονικές ενέργειες διεκδίκησης των χειρογράφων. Ενδεικτικά, έγραψε για την ακύρωση δημοπράτησης χειρογράφου στον διεθνή οίκο Sotheby’s στις 24 Ιουνίου 1987. Αναφέρθηκε και στο παράδειγμα επιστροφής χειρογράφου από το Πανεπιστήμιο Duke το 2015, όταν ανακαλύφθηκε ότι είχε κλαπεί από μονή του Αγίου Όρους. Το Πρίνστον δεν επέστρεψε τα τέσσερα αντικείμενα και η ελληνική πλευρά αποφάσισε να ακολουθήσει τη νομική οδό.
Ο «Κώδικας 1424»
Το 2016 είχε επαναπατριστεί στην Ελλάδα χειρόγραφο κείμενο της Καινής Διαθήκης, χρονολογούμενο στον 9ο αιώνα μ.Χ., το οποίο είχε κλαπεί από τη Μονή Εικοσιφοινίσσης. Πέρασε στα χέρια Ευρωπαίου εμπόρου βιβλίων και το 1920 αγοράστηκε από τον μετέπειτα πρόεδρο του Λουθηρανικού Θεολογικού Εκπαιδευτηρίου στο Σικάγο. Μετά τον θάνατό του, η συλλογή του με σπάνια βιβλία, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο κειμήλιο (γνωστό ως «Κώδικας 1424»), πέρασε στην κατοχή της Λουθηρανικής Σχολής. Και με εκείνη τη διεκδίκηση είχε ασχοληθεί ο ομογενής δικηγόρος Γιώργος Τσουγκαράκης.