Η Παγκόσμια Ημέρα Ατοπικής Δερματίτιδας καθιερώθηκε το 2018, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Συμμαχίας των Οργανώσεων των Δερματολογικών Ασθενών (IADPO), μιας οργάνωσης που εδρεύει στον Καναδά και δραστηριοποιείται σε 62 χώρες του κόσμου.
Η 14η Σεπτεμβρίου είναι μια ημέρα αφιερωμένη στην ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση σχετικά με αυτή τη συχνή και παρεξηγημένη δερματική πάθηση.
Η Ατοπική Δερματίτιδα αφορά εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως και κυρίως παιδιά, καθώς επηρεάζει την ποιότητα ζωής τους απαιτώντας διαρκή διαχείριση και φροντίδα. Η πάθηση προσβάλλει το 10-20% των παιδιών και το 2-4% των ενηλίκων. Τα τελευταία χρόνια έχει τεκμηριωθεί το φαινόμενο της «ατοπικής παρέλασης», δηλαδή ότι τα παιδιά που έχουν διαγνωσθεί με την πάθηση μέχρι την ηλικία των 2 ετών έχουν 50% πιθανότητα να εμφανίσουν άσθμα ή αλλεργική ρινίτιδα στα επόμενα χρόνια. Επίσης, φαίνεται ότι υπάρχει συσχέτιση της σοβαρής ατοπικής δερματίτιδας στην παιδική ηλικία με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλλεργίας σε τροφικά αλλεργιογόνα.
Είναι μια χρόνια, μη μεταδοτική δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και ξηρότητα του δέρματος. Οι προσβεβλημένες περιοχές μπορεί να φαίνονται κόκκινες, να ξεφλουδίζουν και να προκαλούν έντονο κνησμό. Η εμφάνιση των βλαβών αρχίζει στη βρεφική ηλικία από τα άκρα, το λαιμό, το κεφάλι και τα μάγουλα και σταδιακά επεκτείνεται στον κορμό. Με την πάροδο του χρόνου, το δέρμα στην περιοχή που υπάρχει βλάβη εμφανίζεται παχύτερο. Όμως ο κνησμός και οι δερματικές βλάβες αποτελούν μόνο ένα μέρος του προβλήματος, καθώς το νόσημα μπορεί να ασκήσει βαθύτερες επιδράσεις. Τα συμπτώματα, οι διαταραχές του ύπνου και η κοινωνική επιβάρυνση λόγω αμηχανίας από τις εμφανείς δερματικές βλάβες επηρεάζουν σημαντικά την ψυχοκοινωνική ευεξία, τόσο των ασθενών όσο και των οικογενειών τους.
Η αιτία της νόσου δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως, αλλά έχει διαπιστωθεί ότι στην αιτιολογία περιλαμβάνονται τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Η θεραπεία της νόσου είναι συμπτωματική, δηλαδή προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα χωρίς όμως να θεραπεύεται η αιτία της νόσου. Η θεραπεία είναι πολυπαραγοντική, στοχεύοντας σε πολλά επίπεδα της νόσου, ανάλογα με τη βαρύτητα, τις πιθανές συννοσηρότητες, την ηλικιακή ομάδα και την ποιότητα ζωής.