Οι αγκυλώσεις και η τυπολατρία του Μωσαϊκού Νόμου αποτελούν έναν διαρκή πειρασμό στην πνευματική μας ζωή
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
Υπόσχεση χαράς και ελευθερίας μας χαρίζει σήμερα ο απόστολος Παύλος, μέσω της επιστολής του προς τους Γαλάτες. Η στάση τους, όπως θα δούμε, του έδωσε την αφορμή να αποκαλύψει την μεγάλη ανατροπή που έφερε ο Χριστός στην ζωή των ανθρώπων, αλλά και τον τρόπο της αληθινής και βαθιάς σχέσεως με τον Θεό Πατέρα που δίδαξε ο Θεάνθρωπος με τον λόγο και την θυσία Του. Τι συνέβη όμως με τους Γαλάτες;
Η Γαλατία είναι περιοχή που βρίσκεται στην κεντρική Μικρά Ασία. Ο απόστολος Παύλος βρέθηκε δύο φορές στην περιοχή αυτή, κατά την διάρκεια της πρώτης και της δεύτερης περιοδείας του. Όσο καιρό βρισκόταν εκεί, δέχθηκε μεγάλη εκτίμηση εκ μέρους των κατοίκων και μεγάλη προθυμία να ακολουθήσουν το κήρυγμά του.
Τα προβλήματα για τις κατά τόπους εκκλησίες της Γαλατίας ξεκίνησαν, όταν ο Παύλος αναχώρησε για να συνεχίσει τις περιοδείες του. Οι ιουδαΐζοντες Χριστιανοί, δηλαδή οι πρώην Εβραίοι στην πίστη, υποστήριζαν πως, για να βαπτιστεί κάποιος Χριστιανός, έπρεπε πρώτα να υποστεί την περιτομή. Και τι ήταν η περιτομή; Η ιουδαϊκή τελετή, η οποία αποτελεί μέχρι και σήμερα την επίσημη είσοδο στην πίστη της Παλαιάς Διαθήκης. Δίδασκαν, ουσιαστικά, πως, για να γίνει κανείς Χριστιανός, έπρεπε πρώτα να γίνει Εβραίος, εν αντιθέσει με τον Παύλο που δίδασκε με τρόπο απόλυτο πως δεν υπάρχει καμία προϋπόθεση για να γίνει κάποιος Χριστιανός.
Εξαιτίας αυτής της αντιδικίας, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από την πρώτη χριστιανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, γράφει ο απόστολος Παύλος την προς Γαλάτας επιστολή, κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Έφεσο. Στο κείμενο αυτό διακρίνουμε τον ζωηρό χαρακτήρα του Παύλου και την εξωστρέφειά του, καθώς εκφράζεται προς τους Γαλάτες σχεδόν επιτιμητικά, αλλά και με αληθινό πατρικό πόνο:
«Ανόητοι Γαλάτες», τους λέει, «βιώνετε καθημερινά τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Πως φτάνετε να πιστεύετε πως αυτές αποτελούν αποτέλεσμα των δικών σας ανθρωπίνων δυνάμεων;».
Γιατί, αλήθεια, αντιδρά τόσο έντονα ο απόστολος Παύλος; Που βρίσκεται ο μεγάλος κίνδυνος; Μήπως, όμως, και οι προεκτάσεις αυτής της διαφωνίας, αφορούν και την δική μας πνευματική ζωή; Μήπως, συχνά, επιστρέφουμε σε νοοτροπίες και συμπεριφορές, σαν να μην έχει έρθει ο Χριστός στην γη η σαν να έπεσε στο κενό η διδασκαλία του Ευαγγελίου, που με τόσο κόπο διέδωσε ο απόστολος των Εθνών;
Κατ’ αρχάς, πρέπει να γνωρίζουμε πως το βασικό στοιχείο και το θεμέλιο του Μωσαϊκού Νόμου είναι πως, όποιος τηρεί με κάθε λεπτομέρεια τις διατάξεις Αυτού, σώζεται. Η περιτομή, λοιπόν, δεν αποτελεί απλώς μία τελετή, αλλά την πλήρη αποδοχή πως, αυτό που σώζει, είναι οι καλές πράξεις και η υπακοή σε ένα τυπικό.
Αυτήν ακριβώς την δουλεία σε έναν Νόμο, ο οποίος δεν μπορεί να τηρηθεί ποτέ επακριβώς, αλλά και σε μία σχέση με τον Θεό που θυμίζει εμπόριο και συναλλαγή, επεσήμανε ο απόστολος Παύλος. Όπως αναφέρει στο τρίτο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής, ο Νόμος του Μωυσή είναι όντως από τον Θεό και αποτελεί εργαλείο πνευματικής προπαρασκευής. Υπήρξε ο σκληρός παιδονόμος, ο οποίος δόθηκε στον άνθρωπο για να αντιληφθεί πόσο τον διέφθειρε το προπατορικό αμάρτημα και να οδηγηθεί στην διάκριση καλού και κακού. Υπήρξε ο αυστηρός δάσκαλος που διαρκώς επισημαίνει τις ατέλειες ενός ατίθασου μαθητή. Η ωφέλειά του όμως υπήρξε ατελής και προσωρινή. Δεν ήταν σε θέση να δώσει ριζική λύση στην ανθρώπινη τραγωδία και να βοηθήσει τον άνθρωπο να ξεπεράσει τις συνέπειες της αμαρτίας. Αυτό πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Κύριος μας αποκάλυψε πως ο Θεός προσεγγίζει χωρίς καμία προϋπόθεση τον τραυματισμένο από τα πάθη άνθρωπο και του προσφέρει την λύτρωση, αρκεί ο άνθρωπος να του παραδώσει ολόψυχα τον εαυτό του και να Τον αποδεχτεί, με απόλυτη πίστη, ως Θεό και Σωτήρα του.
Η διδασκαλία των Γραμματέων και των Φαρισαίων πως δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από την ακριβή τήρηση των τύπων, δεν στερεί μόνον τον άνθρωπο από την πίστη στην αγάπη του Θεού, είναι και παραπλανητική. Γι’ αυτό, η σημερινή περικοπή ξεκινά με τον απόστολο Παύλο να χρησιμοποιεί ακόμα και λογοτεχνικά ευρήματα προκειμένου να κάνει κατανοητό των μεγάλο κίνδυνο: «Προσέξτε», λέει στους Γαλάτες, «με πόσο μεγάλα γράμματά σας γράφω τώρα με το ίδιο μου το χέρι».
Και συνεχίζει: «Σας υποχρεώνουν να περιτέμνεστε, επειδή θέλουν να αποκτήσουν καλή φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους και να μην δέχονται την περιφρόνηση και το θυμό των Εβραίων εξαιτίας της πίστεώς μας στον Εσταυρωμένο».
Τι λέει με άλλα λόγια;
Λέει πως η απλή συμμόρφωση σε εξωτερικούς τύπους, ενώ φαίνεται να προέρχεται από την ευσέβεια προς τον Θεό, στην πραγματικότητα επιζητά τον ανθρώπινο έπαινο και, κατ’ επέκτασιν, γιγαντώνει τον ανθρώπινο εγωισμό. Ο άνθρωπος των τύπων, θυμίζει τον Φαρισαίο της παραβολής, ο οποίος στέκεται στο κέντρο του Ναού και δίνει εξετάσεις θρησκευτικών επιδόσεων ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Αντίθετα, ο άνθρωπος της πίστεως έχει συναίσθηση της ατέλειάς του και παραδίδεται στο έλεος του επουράνιου Πατέρα, ενώ παράλληλα, γίνεται επιεικής με τις αδυναμίες των αδελφών του. Αυτή είναι η διαφορά του Φαρισαίου από τον Τελώνη. Η πίστη στην αγάπη του Θεού αποτελεί την τελείωση του Νόμου και την πληρότητα της πνευματικής ζωής.
Σήμερα, ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος προς τους Γαλάτες, καλεί και εμάς να αναρωτηθούμε:
Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε έναν Χριστό, ο οποίος ενδιαφέρεται για την καθαρότητα της καρδιάς μας και όχι για την τυπική συμμόρφωσή μας σε εξωτερικούς τύπους; Είμαστε έτοιμοι να απαλλαγούμε από εκείνη την επιφανειακή ευσέβεια που αποβλέπει στον έπαινο των ανθρώπων; Είμαστε πρόθυμοι να σταματήσουμε να γινόμαστε και εμείς κριτές των άλλων, αξιολογώντας μόνον την εξωτερική τους συμπεριφορά;
Οι αγκυλώσεις και η τυπολατρία του Μωσαϊκού Νόμου αποτελούν έναν διαρκή πειρασμό στην πνευματική μας ζωή.
Όσο απολυτοποιούμε τις τυπικές διατάξεις της πίστεώς μας και τις θεωρούμε από μόνες τους ικανές να μας σώσουν, είναι σαν να αρνούμεθα την ουσία του κηρύγματος και της θυσίας του Κυρίου μας.
Όσο θεωρούμε πως, τελετές και θρησκευτικές εκδηλώσεις μας ωφελούν με τρόπο μαγικό, χωρίς να απαιτείται η ενσυνείδητη πίστη και η αγάπη μας προς τον Θεό και τους ανθρώπους, επιστρέφουμε στην ατέλεια του Νόμου και στερούμεθα την τελειότητα της χριστιανικής ζωής.
Όσο, όμως, εμβαθύνουμε στην πίστη μας προς τον Χριστό, τόσο θα αποκτούμε επίγνωση των αδυναμιών μας και θα βαδίζουμε διαρκώς προς την τελειότητα της Λυτρώσεως που μας χάρισε η αγάπη και το έλεός Του.