Στην λαϊκή αγορά και στην ευρύτερη περιοχή του παλιού νοσοκομείου Αγρινίου, περιόδευσε σήμερα Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου ο υποψήφιος Δήμαρχος Αγρινίου Δημήτρης Τραπεζιώτης μαζί με υποψηφίους του συνδυασμού του «ΑΓΡΙΝΙΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟ – ΥΠΕΡΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ». Ο Δημήτρης Τραπεζιώτης είχε την δυνατότητα να συνομιλήσει με παραγωγούς και εμπόρους της λαϊκής αγοράς και να αφουγκραστεί τα προβλήματά τους και τις ανησυχίες τους. Επίσης πολλοί πολίτες που συναντήθηκαν μαζί του εξέφρασαν την θερμή συμπαράστασή τους στο πρόσωπό του και στον Συνδυασμό του για τις προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές.
Η πρόταση και άποψη του Δήμητρη Τραπεζιώτη για το θεσμό της λαϊκής αγοράς αναλυτικά έχει ως κάτωθι:
Οι λαϊκές αγορές γεννήθηκαν το 1929 για να χτυπηθούν οι κερδοσκόποι
Κάτω από τις έντονες διαμαρτυρίες σχεδόν όλων των επαγγελματικών οργανώσεων που πίστευαν ότι θα ζημιώνονταν τα μέλη τους, ξεκινούσε στις 18 Μαΐου 1929 η λειτουργία του θεσμού των λαϊκών αγορών. Η πρώτη λαϊκή αγορά στήθηκε στην πλατεία Θησείου, ημέρα Σάββατο, και η παρουσία του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, με το καλάθι στο χέρι να ψωνίζει προϊόντα, έδειχνε την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερώσει το νέο μετρό. Εξάλλου, η κερδοσκοπία των μεσαζόντων είχε καταντήσει μάστιγα και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών.
Το περίφημο «δώσε μου κι εμένα μπάρμπα» κυριαρχούσε σ’ εκείνες τις πρώτες λαϊκές αγορές. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα ο θεσμός των λαϊκών αγορών αποθεωνόταν και ο αριθμός τους είχε διπλασιαστεί. Η επιτυχία οδηγεί στην ανάγκη καλύτερης οργάνωσης του θεσμού, προστασίας, φύλαξης και καθαριότητας του χώρου λειτουργίας τους κ.λ.π., οπότε ιδρύεται (1932) το «Ταμείον Λαϊκών Αγορών». Πέρασαν ήδη 94 χρόνια από τότε που θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν οι λαϊκές αγορές, πλην της περιόδου της Κατοχής. Εξαπλώθηκαν απ’ άκρου εις άκρον σε όλη τη χώρα.
Το θεσμικό πλαίσιο τροποποιήθηκε επανειλημμένα, η σύνθεση παραγωγών και προϊόντων άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, αλλά παραμένει ένα μέτρο που ακούμπησε τις γειτονιές και αγαπήθηκε από τα νοικοκυριά ΔΗΛΑΔΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ. Σήμερα, στον 21ο αιώνα οι «λαϊκές αγορές» ανά την Ευρώπη κυρίως αλλά και ανά τον κόσμο έχουν αναλάβει και έναν άλλο ρόλο πολύ σημαντικό, δεδομένων και των περιστάσεων από την κλιματική κρίση, αυτόν της άμεσης κατανάλωσης ή αλλιώς όπως έγινε γνωστό «από το χωράφι στο ράφι» ή στον πάγκο της λαϊκής αγοράς. Αυτό προϋποθέτει την άμεση συνεργασία παραγωγών και καταναλωτών με τον ρόλο των δεύτερων να είναι καθοριστικός για την ανάπτυξη, διεύρυνση και βελτίωση των υπαίθριων αγορών προϊόντων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, όπου το σύνθημα είναι και πρέπει να παραμείνει «καταναλώνω ντόπια – τοπικά προϊόντα».
Σήμερα που η εντοπιότητα αποτελεί την «Λυδία λίθο» για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ποιότητα το Α και το Ω της διατροφής, σήμερα που ο καταναλωτής κατέχει πλέον τις γνώσεις εκείνες που τον κάνουν «ρυθμιστή» της αγοράς θα πρέπει να είναι ΣΥΜΜΑΧΟΣ των παραγωγών στον αγώνα για τη διατήρηση της ποιότητας των τοπικών προϊόντων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτή η συνεργασία Παραγωγού – Καταναλωτή είναι που θα εκτοπίσει με πράξεις και αποτελεσματικά τον ιδιώτη εισβολέα που θα θελήσει να βάλει την κερδοφορία πάνω απ’ όλα. Έτσι ο «αθέμιτος ανταγωνισμός» δεν θα μπορεί να ισχύσει πλέον και τα αγνώστου προελεύσεως προϊόντα που θα εισάγουν «οι έμποροι» στις Λαϊκές αγορές μάλλον θα τους μείνουν στο ράφι! Το φρέσκο και το ντόπιο οδηγούν την ιστορική αλλαγή που επιτυγχάνεται πλέον παγκοσμίως μέσα από αυτήν την συνεργασία παραγωγού-καταναλωτή και η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί εξαίρεση.
Πηγαίνοντας στη Λαϊκή αγορά επιλέγουμε εμείς το μικρό αυτό παραδοσιακό κύκλωμα των τοπικών, εποχιακών προϊόντων, λιγότερο βαθμονομημένων απ’ ότι στα σούπερ μάρκετ, αλλά υγιεινών και πάνω απ’ όλα νόστιμων και αυθεντικών. Σε μια λαϊκή αγορά οι καταναλωτές συνδέονται με τους παραγωγούς και αυτός είναι ένας τρόπος να γνωρίσουν καλύτερα την προέλευση και τον τρόπο παραγωγής των αγαθών που θα καταναλώσουν. Οι τοπικές λαϊκές αγοράς είναι επίσης προνομιακοί τόποι για τους κατοίκους και στοιχείο της καθημερινής ζωής. Οι λαϊκές αγορές καθιστούν δυνατή τη διατήρηση και την ενίσχυση του κοινωνικού δεσμού στην τοπική κοινωνία ευνοώντας παράλληλα την τοπική οικονομία με την υποστήριξη των ντόπιων παραγωγών.
Συνεπώς οι Λαϊκές Αγορές είναι και παραμένουν θεσμός που υπηρετεί το Δημόσιο συμφέρον, δηλαδή «το κοινό της πόλεως αγαθό».