Εγκεκριμένο από τον FDA με μια πρωτόγνωρη ετικέτα για τα δεδομένα ενός ναρκωτικού της κλάσης 2 στους πίνακες κατάταξης των επικίνδυνων ουσιών (σ.σ. ουσίες με υψηλό δυναμικό για κατάχρηση και εξάρτηση), το φάρμακο OxyContin, με κύριο συστατικό τη δραστική ουσία οξυκωδόνη, κυκλοφόρησε το 1996, «πατώντας» πάνω στον εσφαλμένο ισχυρισμό ότι οδηγούσε σε εθισμό λιγότερο από το 1% των χρηστών του. Έχοντας χαιρετιστεί ως ιατρική αποκάλυψη, το οπιοειδές της φαρμακευτικής Purdue αποτέλεσε ένα ναρκωτικό μακράς διάρκειας, που μπορούσε να συνταγογραφηθεί σε ασθενείς που υπέφεραν από μέτριο έως σοβαρό πόνο. Τελικά, συνετέλεσε στη ραγδαία άνοδο της εγκληματικότητας στην αμερικανική ύπαιθρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 και μετέπειτα. Πριν από λίγο καιρό, το χρονικό της κυκλοφορίας, της αποδοχής του από την ιατρική κοινότητα και της καταστροφικής διάδοσής του, που οδήγησε σε μάστιγα εθισμένων, αποτέλεσε το θέμα της βραβευμένης αμερικανικής μίνι σειράς.
Συνέβαλε, πάντως, να εντυπωθεί ο ισχυρισμός ότι το OxyContin ήταν λιγότερο πιθανό να γίνει αντικείμενο κατάχρησης από άλλα συνταγογραφούμενα οπιοειδή, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά στα χρονικά που ένα ναρκωτικό της κλάσης 2 διαφημιζόταν ως λιγότερο εθιστικό. Ωστόσο, τίποτα από τα παραπάνω δεν υποστηριζόταν από πραγματικές κλινικές μελέτες, ενώ οι αναφορές περί
Όσον αφορά τους εξωφρενικούς εταιρικούς ισχυρισμούς για την επίδραση του χαπιού, η επιχειρηματολογία περί διασφάλισης ήπιων και σταθερών επιπέδων αίματος στους ασθενείς ήταν μια σημαντική παράμετρος της εκστρατείας μάρκετινγκ για την προώθηση του οπιοειδούς φαρμάκου. Αυτή βασίστηκε σε επιστημονικά γραφήματα αίματος, τα οποία η Purdue συνέταξε με τρόπο που παραπλανούσαν σκόπιμα, ώστε να φαίνεται ότι το OxyContin είχε πιο ήπια επίδραση από τα υπόλοιπα οπιοειδή, όταν στην πραγματικότητα αυτό δεν ίσχυε. Μάλιστα, ο FDA, ο οποίος ήταν και εδώ ο υπεύθυνος για την έγκριση αυτών των διαγραμμάτων, σε αυτή την περίπτωση είχε σπεύσει να τα απορρίψει και να υποδείξει στην εταιρεία τον παραπλανητικό χαρακτήρα τους, ωστόσο η φαρμακοβιομηχανία της πανίσχυρης οικογένειας Σάκλερ (μια πραγματική δυναστεία στον χώρο) συνέχισε απτόητη να τα χρησιμοποιεί ερήμην του.
Μέχρι και το 2005, όταν οι εισαγγελικοί λειτουργοί που διεξήγαγαν την έρευνα κατά της οξυκωδόνης ενημέρωσαν σχετικά το αρμόδιο τμήμα του FDA, τα παραπλανητικά αυτά στοιχεία χρησιμοποιούνταν κανονικά κατά τις κρούσεις που πραγματοποιούσαν οι ιατρικοί επισκέπτες της Purdue (δηλαδή, οι νεαροί «πλασιέ» που εκτελούσαν τις προωθητικές ενέργειες σε ό,τι αφορούσε το OxyContin για λογαριασμό της εταιρείας).
Σε κάθε περίπτωση, το αφήγημα που προέτασσε με άκρως επιθετικό μάρκετινγκ η Purdue Pharma για το OxyContin σύντομα έκανε το φάρμακο ανάρπαστο στις τάξεις της ιατρικής κοινότητας περιοχών όπου οι βαριές χειρωνακτικές δουλειές και οι ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας ανάγκαζαν τους κατοίκους να συμβιώνουν με χρόνιους πόνους. Η εκστρατεία προώθησης και οι στρατηγικές χειραγώγησης, στις οποίες επιδόθηκε η Purdue μέσω των εξουσιοδοτημένων εκπροσώπων της, οδήγησαν τους γιατρούς στο σημείο να συνταγογραφούν το φάρμακο ολοένα και περισσότερο και τους ασθενείς να το καταναλώνουν ολοένα και πιο άφοβα.
Πολύ σύντομα από το λανσάρισμά της, η οξυκωδόνη είχε γίνει ιδανική θεραπεία και πρόσκαιρη σωτηρία για πολλούς ταλαιπωρημένους ανθρώπους σε πολιτείες όπως το Κεντάκι, το Μέιν, το Οχάιο, η Πενσυλβάνια και η Βιρτζίνια, προτού μετατραπεί σε θανατηφόρο καταδίκη για τον τοπικό πληθυσμό και, παράλληλα, οδηγήσει σε αλματώδη αύξηση της εγκληματικότητας, εξαιτίας της μάστιγας των εθισμένων και των στερητικών συνδρόμων τους. Άλλωστε, όπως δεν άργησε να διαπιστωθεί, η επικάλυψη βραδείας αποδέσμευσης στα δισκία του OxyContin μπορούσε να παρακαμφθεί πολύ πιο εύκολα από ό,τι ισχυρίζονταν στην εταιρεία, κάτι που δεν άργησε να διαδοθεί στα «στέκια» των τοξικομανών.
Μια τηλεοπτική «ματιά» στην επιδημία των οπιοειδών και στις μακροπρόθεσμες συνέπειές της
Προσφάτως, η αμερικανική τηλεοπτική μίνι σειρά «Dopesick» (2021), βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα, εξέτασε ενδελεχώς τον τρόπο με τον οποίο η φαρμακευτική Purdue πυροδότησε τη χειρότερη επιδημία ναρκωτικών στην ιστορία των ΗΠΑ (σ.σ. η χώρα δεν δείχνει να έχει ξεφύγει μέχρι σήμερα από αυτήν τη μάστιγα), επηρεάζοντας κυρίως την αμερικανική ύπαιθρο και συγκεκριμένα τις αραιοκατοικημένες περιοχές των Απαλαχίων Ορέων.
Η σειρά των Hulu/Disney+ μεταφέρει τους θεατές στο επίκεντρο της άνισης μάχης της Αμερικής με την εξάρτηση από τα οπιοειδή φάρμακα, από τα γραφεία των μεγάλων φαρμακευτικών και την αναστατωμένη μεταλλευτική κοινότητα της Βιρτζίνια, έως τους διαδρόμους της Δίωξης Ναρκωτικών. Αψηφώντας τις πιθανότητες, ορισμένοι ευσυνείδητοι εκπρόσωποι της Πολιτείας τολμούν να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στα δόλια εταιρικά συμφέροντα, που κινούν τα νήματα αυτής της εθνικής κρίσης, αλλά και στους ισχυρούς συμμάχους τους. Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ σέλερ από τη συγγραφέα Μπεθ Μέισι, το οποίο βρέθηκε σε σχετική λίστα των New York Times. Η συντριπτική πλειονότητα των γεγονότων που παρουσιάζονται στην αφήγηση του «Dopesick» λαμβάνουν χώρα μεταξύ 1996 και 2007. Πολλά, δε, από τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι φανταστικοί χαρακτήρες, που ωστόσο βασίζονται σε περιγραφές πραγματικών ατόμων και χρησιμοποιούνται με τέτοιον τρόπο ώστε να υπογραμμίσουν τις ευρείες επιπτώσεις της επιδημίας των οπιοειδών. Εξαίρεση αποτελούν η οικογένεια Σάκλερ, αρκετά κυβερνητικά και φαρμακευτικά στελέχη και περιπτώσεις ευσυνείδητων προσώπων της εισαγγελίας, που ηγήθηκαν της μάχης ενάντια στην οξυκωδόνη.
Σε γενικές γραμμές, η σειρά απλώνεται σε τέσσερα διαφορετικά χρονοδιαγράμματα. Το πρώτο ακολουθεί τη fictional χαρακτήρα Μπρίτζετ Μέγιερ (Ροζάριο Ντόσον), μια υψηλόβαθμη αξιωματούχο της αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (DEA) και δυναμική προσωπικότητα, που, ξεκινώντας από το 1999, προσπαθεί να αποκαθηλώσει την Purdue Pharma εν μέσω κατακόρυφα αυξημένης εγκληματικής δραστηριότητας που σχετίζεται με τη χρήση OxyContin.
Το δεύτερο ακολουθεί τους αδιάφθορους βοηθούς εισαγγελέα Ρικ Μάουντκαστλ (Πίτερ Σάρσγκαρντ) και Ράντι Ραμσάιρ (Τζον Χουγκενάκερ), οι οποίοι –στην πραγματική ζωή– διεξήγαγαν τη δική τους έρευνα για την Purdue Pharma για λογαριασμό του τότε εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Δυτική Περιφέρεια της Βιρτζίνια, Τζον Μπράουνλι. Η τρίτη ακολουθεί τον Ρίτσαρντ Σάκλερ (Μάικλ Στούλμπαργκ) της Purdue Pharma και η τέταρτη τον γιατρό Δρ Σάμιουελ Φίνιξ (Μάικλ Κίτον) και την ασθενή του Μπέτσι Μάλουμ (Κέιτλιν Ντέβερ), δύο ακόμη fictional χαρακτήρες, οι οποίοι ζουν σε μια μικρή κωμόπολη της Βιρτζίνια.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Δρ Φίνιξ, γενικός ιατρός στην πόλη Finch Creek της Δυτικής Βιρτζίνια, μια περιοχή με έντονη εξορυκτική δραστηριότητα, παρουσιάζεται αρχικά διστακτικός στο να συνταγογραφήσει ένα οπιοειδές φάρμακο για τους ασθενείς του. Ωστόσο, ένας νεαρός και φιλόδοξος εκπρόσωπος πωλήσεων της Purdue, ο Μπίλι Κάτλερ (Γουίλ Πούλτερ), τον πείθει να συνταγογραφήσει στους ασθενείς του χάπια οξυκωδόνης, προσκομίζοντας τα παραπλανητικά στοιχεία –ότι το φάρμακο έχει πολύ χαμηλό ποσοστό εθισμού– και επικαλούμενος την έγκριση του FDA για τη θεραπεία μέτριου πόνου. Λίγο αργότερα, ο Φίνιξ δίνει μερικά χάπια οξυκωδόνης στην Μπέτσι, μια νεαρή ανθρακωρύχο με τραυματισμένη πλάτη, οδηγώντας τη σε απρόβλεπτες αρνητικές συνέπειες (σ.σ. εξάρτηση από την ουσία και καταστροφή της ζωής της).
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο εισαγγελέας Μπράουνλι εξουσιοδοτεί τους δύο βοηθούς του, Μάουντκαστλ και Ραμσάιρ, να ερευνήσουν την Purdue, με αφορμή ανησυχίες που έχουν εκφραστεί σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης του OxyContin από τον FDA και ισχυρισμούς για παραπλανητικές στρατηγικές μάρκετινγκ της εταιρείας.
Νωρίτερα –χρονικά–, παρακολουθούμε την πράκτορα της DEA, Μέγιερ, να πραγματοποιεί τη δική της σχετική έρευνα, καταγράφοντας σημαντική πρόοδο. Το γεγονός αυτό οδηγεί σύντομα στην προαγωγή της σε υποδιευθύντρια στο Τμήμα Λαθρεμπορίας Φαρμάκων της DEA, θέση από την οποία παρακολουθεί την οξυκωδόνη να εξελίσσεται σε κύρια αιτία υπερβολικής δόσης στις ΗΠΑ, με αιχμή του δόρατος την αμερικανική ύπαιθρο.
Κομβικό είναι το γεγονός ότι το οπιοειδές φάρμακο είναι πολύ εύκολα προσβάσιμο, καθώς διατίθεται σε όλα τα φαρμακεία της χώρας (σ.σ. όσοι φαρμακοποιοί αρνούνται να το πωλούν στις επιχειρήσεις τους κινδυνεύουν να μηνυθούν και εκφοβίζονται τακτικά από τους εκπροσώπους της εταιρείας). Το γεγονός ότι η ιατρική κοινότητα έχει το ελεύθερο –και μάλιστα ενθαρρύνεται– να διαθέτει το οπιοειδές ακόμη και σε περιπτώσεις μέτριου πόνου οδηγεί σε εκτόξευση του αριθμού των εθισμένων και, κατ’ επέκταση, σε έξαρση της εγκληματικότητας. Φυσικά, η ίδια η Μέγιερ θα βρει κατ’ επανάληψη τοίχο στον FDA, όπου και αποπειράται να επικοινωνήσει το πρόβλημα, με σκοπό την αλλαγή της παραπλανητικής ετικέτας για το OxyContin – επί ματαίω.
Ακολουθώντας τη μη γραμμική οδό στα συνολικά οκτώ επεισόδιά της (σ.σ. το συνεχόμενο μπρος-πίσω στον χρόνο περισσότερο θα λύσει απορίες παρά θα κουράσει ή θα μπερδέψει τον θεατή), η σειρά ενώνει τα κομμάτια του παζλ και ενίοτε φέρνει τα κομβικά πρόσωπα της ιστορίας σε μια άτυπη κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ενώπιον του κοινού, που καλείται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Συνοψίζοντας, η αφήγηση των γεγονότων κινείται γύρω από την έγκριση του φαρμάκου και την καθιέρωσή του, μεταξύ άλλων, μέσα από:
- Μια στρατιά δασκαλεμένων νεαρών εκπροσώπων πωλήσεων (σ.σ. κάτι σαν glorified «πλασιέ»).
- Ένα ολόκληρο δίκτυο χρηματοδοτούμενων από την ίδια ιατρικών οργανώσεων-ενώσεων-ιδρυμάτων, που εμφανίζονταν ως δήθεν ανεξάρτητα.
- Παραπλανητικές τηλεοπτικές καμπάνιες.
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, έχουμε συντονισμένη απόκρυψη των ανεπαρκειών και των κινδύνων που εγκυμονούσε το φάρμακο για τους θεραπευόμενους. Ταυτόχρονα, η σειρά ακολουθεί τα βήματα της μετ’ εμποδίων έρευνας των Αρχών γύρω από τους μαζικούς εθισμούς και την υγειονομική ζημιά που προκάλεσε το οπιοειδές φάρμακο, φωτίζοντας άρτια τις προωθητικές ενέργειες, τις σκόπιμες ασάφειες γύρω από την επικίνδυνη δράση της οξυκωδόνης, τις εγκληματικές παραλείψεις των ελεγκτικών μηχανισμών, τις μεθοδεύσεις ενός αδίστακτου και άκρως διεφθαρμένου συστήματος, που υποκινούνταν από μεγάλα συμφέροντα, και τη συντονισμένη προσπάθεια συγκάλυψης, που σημάδεψαν την εξάπλωση και τη μη οριοθέτηση του OxyContin, μετατρέποντάς το σε μάστιγα για την αμερικανική ύπαιθρο και εθνικό κίνδυνο για τις ΗΠΑ.
Μια ιδέα του Ρίτσαρντ Σάκλερ, της γνωστής ισχυρής οικογένειας Σάκλερ, η oξυκωδόνη εξασφάλισε την έγκρισή της από τον FDA όχι χάρη σε κάποια επιστημονική μελέτη, παρά μόνο στον προαναφερθέντα έωλο ισχυρισμό της ίδιας της εταιρείας που παρήγαγε το φάρμακο: «Η καθυστερημένη απορρόφηση –από τον ανθρώπινο οργανισμό– που παρέχουν τα δισκία OxyContin θεωρείται ότι θα μειώσει την επιρρέπεια σε κατάχρηση».
Πράγματι, το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα οπιοειδές ελεγχόμενης –και όχι άμεσης– αποδέσμευσης ήταν αρκετό για να της εξασφαλίσει μια μοναδική στα χρονικά ταξινόμηση, η οποία σταδιακά θα τη μετέτρεπε σε φονικό όπλο, ούσα δύο φορές πιο δυνατή –και, άρα, διπλάσια επικίνδυνη– σε σχέση με τη μορφίνη (σ.σ. άλλος ένας εκ των βασικών υπαιτίων για την κρίση οπιοειδών στις ΗΠΑ). Σαν να μην έφτανε αυτό, ο άνθρωπος που ουσιαστικά την ενέκρινε, Κέρτις Ράιτ, τότε διευθυντικό στέλεχος στον FDA και επικεφαλής ερευνητής στην περίπτωση της οξυκωδόνης, τελικά «επιβραβεύθηκε», μεταπηδώντας στην Purdue (!), ως γενικός διευθυντής Ιατρικών Υποθέσεων, σχεδόν δύο χρόνια αφότου το φάρμακο βγήκε στην αγορά, τη στιγμή που η εταιρεία κέρδιζε δισεκατομμύρια δολάρια εξαιτίας της δικής του απόφασης – να δώσει το πράσινο φως στο OxyContin και, μάλιστα, υπό τόσο ευνοϊκούς όρους.
Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο της «ΥΧ».
Πηγή: ypaithros.gr | Συντάκτης: Γαργαλάκος Νίκος