Ο Πάνος Σόμπολος, συγγραφέας και μετρ του αστυνομικού ρεπορτάζ με καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία, καταπιάνεται με τα εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα στο νέο του βιβλίο «Βεντέτες» και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού είναι ήδη εντονότατο.
«Δεν είμαι πατριάρχης, ούτε πρύτανης ή ό, τι άλλο λέγεται», ξεκαθάρισε ο ίδιος, μιλώντας στη Δήμητρα Λαοπόδη και τον «Δυτικά FM 98,2» ενόψει της παρουσίασης του βιβλίου του στο Αγρίνιο την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου (18:00) στην αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Αγρινίου στο πρώην κτήριο Τράπεζας της Ελλάδας.
«Ήμουν ένας απλός δημοσιογράφος που προσπαθούσα να ενημερώνω τον κόσμο χωρίς να επηρεάζομαι από χρήματα, κόμματα ή θρησκείες, κάτι που μπορεί να το κάνει κάποιος που έχει αρχές. Στο αστυνομικό ρεπορτάζ που υπηρέτησα δεν είχα φραγμό από πουθενά να μην κάνω την δουλειά μου» εξήγησε περιγράφοντας την δική του φιλοσοφία ζωής πάνω στην επαγγελματική του σταδιοδρομία.
Για τους κινδύνους που αντιμετώπισε στη διάρκεια του ρεπορτάζ, θύμισε πως «πολλές φορές έτυχε σε πυρκαγιές να περνάμε από σημεία που δεν ήμασταν σίγουροι ότι θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε, όπως και στο καθαυτό αστυνομικό ρεπορτάζ υπήρχαν στιγμές που νιώθαμε ότι δεν ήμασταν ασφαλείς, νιώθαμε ότι είμαστε εκτεθειμένοι, όμως κάνεις την δουλειά σου, συνεχίζεις».
Όπως εξήγησε, ήταν κάτι τυχαίο το αστυνομικό ρεπορτάζ σε μια πιο σκληρή εποχή όπου «προσπαθούσες να βάλεις πόδι σε ένα μέσο, διότι ήταν ελάχιστες οι εφημερίδες όπου μπορούσες να δουλεύεις, κάπως έτσι χρειαζόμασταν κάποιες δεκάρες για να πάμε με το λεωφορείο στο δουλειά και καταλήγαμε να περπατάμε 10 χιλιόμετρα πήγαινε έλα!». Φυσικά, σύμφωνα με τον ίδιο, στη δουλειά που εκείνος γνώρισε πληρωνόσουν μετά από χρόνια που ήσουν βοηθός και κάπως έτσι βρήκε θέση βοηθού του αστυνομικού ρεπορτάζ στην «Ακρόπολη».
Ο Πάνος Σόμπολος θεωρεί ότι είναι ένας άνθρωπος που στεριώνει όπου πάει και δεν θέλει τις αλλαγές όσα κι αν του προσφέρονται. «Μπορεί να παίζει ρόλο ότι είμαι «ξηρομερίτικο κεφάλι» αλλά, δόξα τω Θεώ και αυτοκίνητο αγόρασα και σπίτι και εξοχικό, φυσικά μετά από πολλά χρόνια, αφού πέρασαν εποχές που μας έδιναν κάθε τρίμηνο μια διατακτική για να αγοράσουμε ένα παντελόνι ή κάποιο άλλο ρούχο. Οι σημερινές συνθήκες είναι καλύτερες αλλά οι νεότεροι συνάδελφοι πρέπει να θυμούνται ότι το ρεπορτάζ γίνεται στον τόπο, ειδικά όταν μιλάμε για έγκλημα ή κοινωνικά ζητήματα. Λέω πάντα στους νεότερους ότι δεν μπορεί να κάνουν δημοσιογραφία από το γραφείο ή το τηλέφωνο, αυτές ήταν οι αρχές μου 42 χρόνια που λέει το επίσημο χαρτί της σύνταξής μου κι αυτές με καθιέρωσαν», τόνισε στον αέρα του «Δυτικά FM».
Για τα εγκλήματα που τον συγκλόνισαν θυμήθηκε τον 27χρονο που στραγγάλισε το 1987 την 17χρονη σύζυγό του τότε από τη Ναύπακτο, το γνωστό έγκλημα Φραντζή. Επίσης, θυμήθηκε το πενταπλό φονικό στα Καλύβια Αγρινίου και τις πολλές μέρες που έμεινε στην ύπαιθρο μεταδίδοντας σχεδόν ζωντανά τα γεγονότα μέχρι να αποκαλυφθούν οι δράστες. «Εκείνο που μου είχε μείνει ήταν ότι ο γιος από το δίδυμο των δραστών ήταν δίπλα μου και παρακολουθούσε τα γεγονότα, σαν να μην συνέβαινε τίποτε. Τον βρήκα αργότερα στην Ασφάλεια Αγρινίου και δεν μπορούσε να απαντήσει γιατί φερόταν έτσι», εξήγησε.
Το χειρότερο, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι τα παιδιά που έχουν χάσει την ζωή τους πάνω σε δυστυχήματα, φωτιές και ανάλογα δράματα.
«Είχε υπάρξει ιατροδικαστής που μου ζήτησε να κλείσω τα μάτια ενός νεαρού τα μάτια, ήταν από τις περιπτώσεις από τις οποίες δεν συνέρχεσαι, για πολλά βράδια δεν κοιμήθηκα, αλλά ο άνθρωπος κάποια στιγμή συνηθίζει και τα χειρότερα πράγματα», θυμήθηκε.
Σε ό, τι αφορά τις βεντέτες, τις οποίες πραγματεύεται το καινούργιο του βιβλίο, δηλώνει ότι το μόνο μέρος που ακόμη η βεντέτα κρατά είναι η Κρήτη κι αυτό οφείλεται στην κουλτούρα της οπλοκατοχής που υπάρχει και δεν τολμά καμία κυβέρνηση λόγω ψήφων να κάνει κάτι ενάντια στο φαινόμενο. Στην Μάνη, τόνισε ότι υπήρξε επέμβαση πριν από σχεδόν 50 χρόνια από Μητροπολίτη και Aρχές για να σταματήσουν οι βεντέτες, πλην ενός βουλευτή της περιοχής που μετρούσε το πολιτικό κόστος! «Πολλούς δεν τους ενδιαφέρει, δεν είναι όλοι οι πολιτικοί το ίδιο, αλλά για κάποιους δεν μετράει ο ρόλος τους παρά μόνο πως θα διατηρήσουν τα προνόμιά τους, καθώς πολλοί δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους», τόνισε με έμφαση αναφερόμενος στις παθογένειες που προκαλεί ο πολύ μεγάλος αριθμός των βουλευτών «που δεν αντιστοιχούν στον πληθυσμό της χώρας», όπως είπε.
«Ο βουλευτής πρέπει να έχει δουλέψει στην ζωή του καμιά δεκαπενταριά χρόνια ώστε να δει πως βγαίνει το μεροκάματο και μετά να τον ψηφίσουμε. Επίσης να μην ψηφίζεται πάνω από δύο ή -το πολύ- τρεις θητείες στην Βουλή, διότι μετά δεν υπάρχει καμία φερεγγυότητα», επεσήμανε.
Ειδική αναφορά έκανε στα «εγκλήματα γένους θηλυκού» για τα οποία έχει γράψει και βιβλίο το οποίο έχει, μάλιστα, επανεκδοθεί καθώς το κοινό το έχει βρει εξαιρετικά ενδιαφέρον.
«Η γυναίκα σχεδόν ποτέ δεν δρα κάτω από ψυχική ορμή, πάντα είναι μεθοδική και σχεδιάζει το όποιο έγκλημα κι αυτό είναι μια βασική διαφορά στην ψυχοσύνθεση των δύο φύλων που εγώ έχω διαπιστώσει όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα και αποδίδονται σε γυναίκες, είτε από τις ίδιες είτε από συναυτουργούς άντρες τους οποίους χειραγωγούσαν. Σε κάθε περίπτωση το έγκλημα συχνά γίνεται αλυσίδα και αυτό ήθελα να πετύχω να φανεί περιγράφοντας και τις βεντέτες. Συχνά θύματα σε βεντέτες είχαν φύγει για χρόνια στο εξωτερικό και νομίζοντας ότι είχε ξεχαστεί το θέμα είχαν επιστρέψει, αλλά δολοφονήθηκαν ακόμη και το πρώτο τους βράδυ στην Ελλάδα», κατέληξε ο πολύπειρος δημοσιογράφος και συγγραφέας.
sinidisi.gr