Ραγδαία άνοδος καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην ευρωπαϊκή κατανάλωση μάνγκο, με τις εισαγωγές να έχουν υπερδιπλασιαστεί από το 2010 έως το 2023. Όπως επισημάνθηκε στο πρόσφατο συνέδριο Tropicals Congress, που πραγματοποιήθηκε στην Αμβέρσα, η αγορά του μάνγκο στην Ευρώπη παρουσιάζει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης, αλλά απαιτείται στρατηγική προσέγγιση, επενδύσεις στην ποιότητα και στην ευελιξία απέναντι στις εξελισσόμενες ανάγκες των καταναλωτών.
Ο Μπρούνο Τζιοφρέ, εμπορικός διευθυντής της Dole Exotics, υπογράμμισε τη συνεχιζόμενη αύξηση της ζήτησης για μάνγκο τα τελευταία δέκα χρόνια. «Το 2010, οι εισαγωγές μάνγκο στην ΕΕ (μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία, τη Νορβηγία και την Ισλανδία) ανέρχονταν σε 244.000 τόνους. Το 2023 ξεπεράσαμε τους 500.000 τόνους», τόνισε, επισημαίνοντας ότι η άνοδος αυτή συνδέεται κυρίως με τη στροφή των καταναλωτών προς πιο υγιεινές επιλογές διατροφής, ενισχύοντας τη ζήτηση για εξωτικά φρούτα. Παράλληλα, σημαντικές επενδύσεις έχουν πραγματοποιηθεί από εταιρείες στον τομέα της ωρίμανσης και της σταθερότητας ποιότητας, διευκολύνοντας τη διάθεση ώριμου μάνγκο τόσο στο λιανεμπόριο όσο και στην εστίαση.
Σταθερή ζήτηση για Kent και Keitt
Όσον αφορά τις ποικιλίες, οι Kent και Keitt κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά, καλύπτοντας το 70% του συνόλου των πωλήσεων. Σύμφωνα με όσα αναφέρει το Fresh Plaza, ακολουθεί η ποικιλία Tommy Atkins με μερίδιο περίπου 15%, αγαπητή για τη σφριγηλότητά της και τον έντονο χρωματισμό της, αν και υποδεέστερη ποιοτικά. Οι Palmer, Ataulfo και Osteen έχουν μικρότερο μερίδιο αγοράς (7,5% και 3% αντίστοιχα), ωστόσο είναι δημοφιλείς σε περιοχές της Νότιας Ευρώπης και σε premium τμήματα της αγοράς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον καταγράφεται το τελευταίο διάστημα για τα βιολογικά, δίκαιου εμπορίου (Fairtrade) και, κυρίως, τα «έτοιμα προς κατανάλωση» (RTE – Ready To Eat) μάνγκο. «Η τάση αυτή είναι πιο έντονη στη Βόρεια Ευρώπη, σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σκανδιναβία, αλλά πλέον διαδίδεται πανευρωπαϊκά», παρατήρησε ο Τζιοφρέ. «Οι καταναλωτές δεν θέλουν να περιμένουν για να ωριμάσει το φρούτο στο σπίτι – το θέλουν ώριμο και έτοιμο να καταναλωθεί από το ράφι. Αυτό, όμως, συνεπάγεται μεγάλες απαιτήσεις από την εφοδιαστική αλυσίδα και τις υποδομές ωρίμανσης», σημείωσε ο εμπορικός διευθυντής της Dole Exotics.
Προκλήσεις
Η ραγδαία ανάπτυξη της αγοράς συνοδεύεται και από σημαντικές προκλήσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, σύμφωνα με τον Τζιοφρέ, παραμένει η αστάθεια στην ποιότητα και στην ωρίμανση κατά την άφιξη των φορτίων. «Το υψηλό κόστος παραγωγής και μεταφοράς, σε συνδυασμό με τις πιέσεις των λιανεμπόρων για διατήρηση χαμηλών τιμών, καθιστούν δύσκολη τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, κάθε αγορά έχει διαφορετικές προτιμήσεις, επομένως δεν αρκεί να προσφέρεις απλώς “ένα μάνγκο”. Πρέπει να γνωρίζεις ποια ποικιλία προτιμά κάθε χώρα, αν είναι βιολογική, RTE ή ακόμη και προκομμένη – ένας τομέας που επίσης αναπτύσσεται ραγδαία», υπογράμμισε.
Προοπτικές και στρατηγική
Παρά τις προκλήσεις, η αισιοδοξία κυριαρχεί. «Η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνεται, ειδικά από καταναλωτές που αναζητούν υγιεινές και βολικές λύσεις. Ως κλάδος, πρέπει να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Αυτό σημαίνει επενδύσεις σε υποδομές ωρίμανσης, ενίσχυση της ψυκτικής αλυσίδας και διασφάλιση σταθερής ποιότητας», τόνισε ο Τζιοφρέ. Παράλληλα, επεσήμανε την ανάγκη για καινοτομία στην ποικιλία, αλλά και στους τομείς της συσκευασίας και του branding, με ιδιαίτερη έμφαση σε προϊόντα όπως τα κομμένα φρούτα και οι ατομικές συσκευασίες για κατανάλωση εν κινήσει.
Η ευρωπαϊκή αγορά μάνγκο είναι, όπως φαίνεται, σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι μόνο η ποσότητα, αλλά και η ποιότητα, η ταχύτητα και η ακρίβεια με την οποία το φρούτο φτάνει από το δέντρο στον καταναλωτή.
Πηγή: ypaithros.gr | Συντάκτης: Διαμαντόπουλος Χρήστος